Κοίταξε το χρώμα του ουρανου, μπάλωσε το σταματημενο δάκρυ κάτω από το μάγουλο της με ένα κουμπί, χαμογέλασε στο αστέρι που την περίμενε μέχρι να ξυπνήσει απλά για να της χαρίσει την καλημέρα του, πήρε μια ανάσα για υπενθύμιση άνοιξε την ντουλάπα της και είπε:
-Είμαι το κόκκινο μου το κασκολ το λευκό μου πουλόβερ, το κοράλλι μου φόρεμα και το γκρίζο μου φούτερ. Η μπαλωμένη μου κουβέρτα , το πουπουλένιο μπουφάν, τα μάλλινα γάντια, το μαγιό οι σαγιονάρες και οι αδιάβροχες μου γαλότσες. Τα πέδιλα και το ψάθινο χαλάκι, το ποδήλατο και το φουσκωτό μου ροζ κρεβατάκι. Το μαύρο ροκ μπλουζάκι αλλα και το θαλασσι φορεματάκι. Άγγιξε το κόκκινο κασκολ και κοίταξε το χρώμα του ουρανού. Έκλεισε τα ματια πήρε μια ανάσα για άλλη μια υπενθύμιση και συνέχισε:
Είμαι ότι βλέπω αλλα και ολα αυτα που δεν βλέπω.
Έπειτα πήρε μια αποσκευή και τοποθέτησε το κάθε κομμάτι με την ιστορία και την σοφια του μέσα σε αυτή την αποσκευή με ιδιαίτερη προσοχή και τρυφερότητα σαν νεογέννητο έτοιμο για ζωή. Τα κοίταξε μια τελευταία φορα και τα αποχαιρέτησε με την αγάπη που είχε φυλάξει για εκείνην όλο το χρώμα του ουρανού. Βγήκε γυμνή με την αγαπημένη της αποσκευή και οδηγησε το σωμα της εξω απο την πόρτα του. Knock Knock Knock...
Η πόρτα άνοιξε αυτή απλά χαμογέλασε γιατί αυτό ήξερε να κάνει καλύτερα, χαμήλωσε την φωνή της τόσο μέχρι που το μονο που ακουγόταν ηταν ο ηχος της ψυχής της.
-Καλημέρα, ειπε, αποφάσησα πως μπορείς να έχεις όλα όσα βρήκα για όσο τα χρειάζεσαι και για όσο διαρκέσει το ταξίδι σου, είναι αρκετά και φτάνουν για όλες τις εποχές και για όλες τις περιστάσεις, κάποια είναι μπαλωμένα και ίσως σε ζορίσουν αλλα φρόντισα για κάθε μπαλόνια να σου βάλω μια μπάλα παγωτού και ένα κουμπί' για στερεωμα.
-Εσύ? αποκρίθηκε με απορία και καχυποψία για αυτή την κίνηση της.
-Εκεί που πάω δεν χρειάζομαι τίποτα από όλα αυτά.
-Που πας?
-Εκεί που θα έχω όλα όσα χρειάζομαι.
-Τι χρειάζεσαι?
-Ότι ήδη έχω.
-Αυτά? και έδειξε την γεμάτη αποσκευή.
-Αυτά στα χαρίζω.
-Δεν τα αγαπάς?
-Τα αγαπώ γιαυτο και στα χαρίζω.
-Τι λογική είναι αυτή να χαρίζεις ότι αγαπάς?
-Η λογική της ελευθερίας.
-Είναι ελευθερια να αρνείσαι ότι αγαπάς?
-Είναι η ελευθερια του να αγαπάς χωρίς να χρειάζεσαι.
-Μα όλοι χρειαζόμαστε κάτι.
-Γιατί να χρειάζεσαι κάτι που δεν έχεις?
-Μα γιαυτο ακριβως επειδη δεν το εχεις.
-Τι και αν το έχεις και δεν το ξέρεις?
-Το 'δεν ξέρω' δεν ισοδυναμει με το 'δεν έχω'?
-Ίσως αλλα ίσως να σημαίνει και πως το εχεις απλα δεν θες να το ξερεις.
-Γιατί να μην θελω?
-Γιατί δεν το χρειάζεσαι ή γιατί αυτό δεν σε χρειάζεται.
-Γιατί χαρίζεις τότε εσύ αυτά που ξερεις πως εχεις?
-Ίσως αυτά να μην με χρειάζονται.
-Γιατί να θέλουν κάτι τέτοιο?
-Γιατί μονο έτσι θα βρούν τον δρόμο τους.
-Και εσύ? Ποιος είναι ο δικός σου δρόμος?
-Αυτός, και του δείχνει το σημείο το οποιο στέκεται.
-Γελοιο! Αυτός δεν είναι δρόμος είναι σημείο.
-Τι διαφορετικό είναι ο δρόμος από αμέτρητα σημεία που ενώνονται?
-Τι δρόμος είναι αυτός που μπορείς να πας γυμνή με αποσκευή το τίποτα χωρίς να χρειάζεσαι ίνα σε χρειάζεται κάτι? Για να είμαι ειλικρινής δεν μου ακούγεται και πολύ ωραίο μέρος αυτό που θες να πας.
-Τι πιο ωραίο από το να μην χρειάζεσαι τίποτα και να μπορείς να είσαι απλά γυμνός και ελεύθερος σε κάθε σημείο του δρόμου σου?
Σκέφτεται για λίγο...
-Τι θα κάνω εγώ με όλα αυτά?
-Ότι καλύτερο μπορείς.
-Αν δεν τα χρειάζομαι?
-Αγάπησε τα και μετά χάρισε τα κάπου αλλου.
-Αν δεν θέλω να τα χαρίσω?
-Τι σημαίνει θέλω?
-Χρειάζομαι.
-Είδες που έχεις πάντα ότι χρειάζεσαι?
-Αν δεν τα χρειάζομαι και δεν το ξέρω?
-Σημαίνει πως δεν τα αγαπάς. Όταν τα αγαπήσεις δεν θα χρειάζεσαι να σου ανήκουν.
Ξανασκέφτεται για λίγο πίσω από τις βλέφαρα του.
-Αν θελήσω να ρθω και γω εκεί που πας?
-Θες?
-Δεν ξέρω αλλα αν θελήσω κάποτε?
-Μπορείς να ρθείς οποτε το θελήσεις.
-Πως θα αναγνωρίσω αυτό το οποτε όταν το δω?
-Θα στο μαρτυρήσει το χρώμα του ουρανού... ψιθύρισε η ψυχή τις και σβήστηκε μέσα στην πρωινή ομίχλη.
α.ν
a.n