'Ετοιμη να βάλει τα κλάματα κοιτούσε μια το τζάμι και μια τον γερασμένο αγνώριστο άνθρωπο που στεκόταν μπροστά της. Ανάμεσα τους η ζωή και ο θάνατος χόρευαν το τελευταίο βάλς. Το βουητό του αργού θανάτου κάλυπτε σαν πρωινή ομίχλη την σχέση τους. Κτύπησε το χέρι της στο τζάμι με δύναμη λιγότερη απο την οργή της αγανάκτησης της και μεγαλύτερη απο την υπομονή της.
''Δεν μπορείς να πάς δεν βλέπεις; είναι γυαλί... ''
Τίποτα δεν ήταν στην θέση του, όπως θα έπρεπε. Ούτε αυτή , ουτέ οι σκέψεις της, ούτε η ζωή της ούτε το μυαλό του άντρα που την μεγάλωσε. Μια δυσφορία αταξίας που δεν μπορούσε να ελέγξει.
Καθόταν φανερά καταπιέσμενη στο λεπτοκαμωμένο σχεδόν ασθενικό κορμί της σε μια μεγάλη προσπαθεία σχεδόν αλτρουιστική να μην εκδηλώσει τον πόνο, να μην λακίσει στα μάτια του ενώ το κάθε κύταρο της σκιζόταν στα δύο, το ένα ήθελε να ορμίξει στον θάνατο και το άλλο να εξαφανιστεί. Η ενοχή της επιθυμίας τέλους υπόβοσκε και στις δυο επιλογές. Ο πόνος ράγιζε το φώς της αφήνοντας ένα εκκωφαντικό θόρυβο προσγείωσης σε κάθε λέξη σύγχισης και απόγνωσης του που δεν μπορούσε να επικοινωνήσει αυτό που του συνέβαινε. Ήταν και οι δύο αβοήθητοι με την διαφορά οτι μόνο ο ένας απο τους δυο τους το γνώριζε.
Δεν ήμουν σιγούρη αν ήθελα περισσοτέρο να την αγκαλίασω ή να την παρατηρήσω;
Τελικά έκανα το δεύτερο.
α.ν
Δεν ήμουν σιγούρη αν ήθελα περισσοτέρο να την αγκαλίασω ή να την παρατηρήσω;
Τελικά έκανα το δεύτερο.
α.ν